- μορφινισμός
- οη χρόνια δηλητηρίαση του οργανισμού από χρήση μορφίνης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μορφινισμός — ο χρόνια δηλητηρίαση από κατάχρηση μορφίνης, μορφινομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. morfinisme (< μορφίνη + ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα] … Dictionary of Greek
μορφίνη — Αλκαλοειδές που περιέχεται στο όπιο στο οποίο κυριαρχεί ποσοτικά (7 17%) και ποιοτικά όσον αφορά τη δράση του. Το απομόνωσε το 1806 ο Γερμανός χημικός Φρίντριχ Βίλελμ Σέρτιρνερ (1783 1841). Ονομάστηκε μ. από το όνομα του θεού των ονείρων Μορφέα,… … Dictionary of Greek